Τρίτη αποστολή. Ιστορική ομολογία μπροστά στην κάμερα
“Εγώ ανάβω και τα δύο καντήλια”
Έφτασα στα Ιεροσόλυμα αργά το βράδυ της 25ης Νοεμβρίου. Την επόμενη μέρα επικοινώνησα με τον Αρχιεπίσκοπο Ισίδωρο και του ζήτησα να συναντηθούμε στο ξενοδοχείο «Notre Dame», όπου διέμενα. Το ραντεβού ορίστηκε στις 7 μ.μ. Μόλις έφτασε, ανεβήκαμε στον δεύτερο όροφο, στην αίθουσα συσκέψεων. Τοποθέτησα κάμερα μπροστά του και μια ψηφιακή συσκευή καταγραφής ήχου.

Εκεί, χωρίς καμία προσυνεννόηση ή συμφωνία τι και πώς θα τον ρωτήσω, προχώρησα στην πρώτη καταγεγραμμένη, μαρτυρία-ντοκουμέντο για τον τρόπο που δημιουργείται το «θαύμα του Αγίου Φωτός».
Ήταν λίγο μετά τις 8, όταν αποχαιρέτησα τον Ισίδωρο. Εκείνος πήρε τον δρόμο προς την παλιά πόλη. Εγώ προς το… πουθενά. Ήταν τόσο μεγάλη η ένταση και το βάρος που είχε αφήσει στους ώμους μου ο Αρχιεπίσκοπος Ιεραπόλεως, που πρέπει να περπάτησα για ώρες στην –άγνωστή μου– σύγχρονη πόλη. Είχα βρει και είχα τεκμηριώσει την αλήθεια, αλλά δεν περίμενα ότι το συναίσθημα που θα ένιωθα θα ήταν ξένο με τις λέξεις χαρά, νίκη ή «παγκόσμια αποκλειστικότητα», με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Ναι, η αλήθεια με είχε λυτρώσει από την τυραννία ενός «θαύματος» ή, σε πιο απλή γλώσσα, μιας σπαζοκεφαλιάς που βίαζε τη λογική μου από τα πρώτα χρόνια της νιότης μου, και επιπλέον έβλεπα να επηρεάζει και, κυρίως, να φανατίζει εκατομμύρια ανθρώπους. Ένας απόλυτος παραλογισμός που έφτανε στα όρια της μισαλλοδοξίας, ξένος με την Ορθοδοξία, ξένος με τον Χριστό. Κοντά σε όλα αυτά σκεφτόμουν τους Αγιοταφίτες. Όχι μόνο όσους μου αποκάλυψαν την αλήθεια, αλλά και όσους αρνήθηκαν να μου μιλήσουν όταν τους ρωτούσα το απλό: «Είναι θαύμα;» Ακόμα και όσους με «συμβούλεψαν» να μην την αποκαλύψω. Όλους.
Ο φόβος, η συνήθεια, η ανασφάλεια, ακόμα και η αίσθηση του ξεχωριστού, η οποία απορρέει από ένα «θαύμα» που συμβαίνει στον ιερό χώρο που υπηρετούν, είναι ανθρώπινες αδυναμίες που ζητούν κατανόηση. Και τη δική μου την έχουν. Εκείνοι που δεν την έχουν είναι οι εξουσιομανείς και οι επαγγελματίες της παραπλάνησης. Και η γραμμή ξεκινάει από τον πονηρό λαϊκό, που πουλάει το «θαύμα» έχοντας οικονομικό συμφέρον, και φτάνει έως τις κορυφές της εκάστοτε ιεραρχίας, που αντλεί από αυτό τεράστια δύναμη, σ’ ένα πλαίσιο αλαζονείας και άκρατης φιλοδοξίας. Στη βάση όλων αυτών είναι το ψέμα. Και στο τέλος, πίσω από όλα αυτά, κρύβεται ύπουλα ο λεγόμενος θρησκευτικός τσαρλατανισμός. Η πληγή του χριστιανισμού και κάθε θρησκείας.
Όλα αυτά σκέφτηκα σ’ εκείνον το βραδινό περίπατο. Πώς η Αδελφότητα θα βγει πιο ενωμένη και δυνατή από τη δοκιμασία της αποκάλυψης, και πώς αυτή θα λειτουργήσει σαν ανάχωμα στους υποκριτές και τους αγύρτες.
Το πρωί της επόμενης μέρας συνάντησα έναν καλό φίλο που μου στάθηκε σύμβουλος και οδηγός στις τρεις αποστολές μου. Γνώστης σε βάθος των εκκλησιαστικών θεμάτων και παρασκηνίων στο Πατριαρχείο. Του είπα τι έγινε την προηγουμένη.
Τινάχτηκε! «Έχεις τέτοιο υλικό στα χέρια σου και είσαι ακόμα εδώ;» Δεν κατάλαβα. «Τι εννοείς; Και πού να πάω;» «Να γυρίσεις γρήγορα στην Ελλάδα», μου είπε. Και συνέχισε: «Αυτό που έχεις είναι ατομική βόμβα και καλό είναι να μη μάθουν ότι την έχεις μέχρι να τη δημοσιεύσεις».
«Και αν τη μάθουν τι θα γίνει;» «Είναι ικανοί για τα πάντα…» Τον διέκοψα απότομα. «Μη συνεχίζεις. Αρνούμαι να δεχτώ πως άνθρωποι που αφιέρωσαν τη ζωή τους στον Ιησού και στην προστασία των Πανάγιων Προσκυνημάτων είναι ικανοί να βλάψουν άνθρωπο».
Κούνησε το κεφάλι του.
Όπως αποδείχθηκε, και θα δούμε στη συνέχεια, κάποιοι ήταν αποφασισμένοι να με βλάψουν.