Επιτέλους στο σκαμνί
“Κάτι άκουσα”
Εκείνη η μέρα ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Τουλάχιστον ο ένας εκ των δυο μηνυτών, ο αρχιγραμματέας του Πατριαρχείου, ήταν εκεί -το ίδιο και οι δικηγόροι. Άρα υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για να γίνει η δίκη. Ο αριθμός της δίκης στο πινάκιο ήταν 5. Δεν ήταν ιδανικός (1-2), αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί κακός. Τέσσερις δίκες πριν από τη δική μου, και με την πιθανότητα κάποια-ες από αυτή να αναβληθεί (όπως συχνά συμβαίνει), η αναβολή της «δίκης του αγίου φωτός», όπως ονομάστηκε, λόγω λήξης ωραρίου, κινούνταν στη σφαίρα του απίθανου.
Εκτός κι αν συνέβαινε αυτό που συνέβη εκείνη τη μέρα. Έγιναν όλες οι τρεις πρώτες δίκες, και μάλιστα κράτησαν σχετικά αρκετή ώρα, και όταν έφτασε η τέταρτη ήταν 12 το μεσημέρι. Ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν μια πολύ σημαντική -με πολλούς κατηγορούμενους και μάρτυρες- που αν γινόταν δεν υπήρχε περίπτωση να ξεκινήσει η δίκη μου. Τα δικαστήρια κλείνουν στις 15.00.
Κάποια στιγμή με πλησιάζει ο δικηγόρος μου, Θανάσης Αναγνωστόπουλος, και μου λέει απογοητευμένος: «Δυστυχώς Δημήτρη, μόνο με ένα θαύμα θα γίνει η δίκη μας. Αυτή η δίκη που ξεκίνησε τώρα είναι αδύνατον να τελειώσει σήμερα. Άρα η δική μας θα αναβληθεί πάλι για αρκετούς μήνες αργότερα» «Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησα. «Εκατό τα εκατό»
Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ένιωσα να βυθίζομαι. Περίμενα χρόνια αυτή τη στιγμή, και η δίκη δεν θα γινόταν πάλι, αυτή τη φορά από ένα παιχνίδι της τύχης. Έκατσα σε μια καρέκλα και δεν θυμάμαι πόσα λεπτά έμεινα εκεί αμίλητος με σκυμμένο το κεφάλι.
Έπρεπε να παλέψω μέσα μου την τέταρτη αναβολή.
Και ξαφνικά συνέβη το θαύμα!
Βλέπω τον δικηγόρο μου να βγαίνει τρέχοντας από την αίθουσα του δικαστηρίου και να φωνάζει: «Δημήτρη γρήγορα μέσα στην αίθουσα! Ξεκίνησε η δίκη μας!»
– «Μα πώς; Τι έγινε;»
– «Απλά, έλειπαν σημαντικοί μάρτυρες από την προηγούμενη δίκη και η πρόεδρος την ανέβαλε. Πάμε! Έφτασε η ώρα της αλήθειας»
Καθ’ οδόν προς την αίθουσα με πλησιάζει ο ιερέας Χαράλαμπος Κοπανάκης, που είχε έρθει από την Κρήτη ως μάρτυρας υπεράσπισης, και μου λέει: «Καθώς βγήκα από την τουαλέτα και ανέβαινα τα σκαλιά, μπροστά μου ήταν ο Αρίσταρχος και ο δικηγόρος του. Δεν με είδαν και άκουσα να του επαναλαμβάνει να μην ξεχάσει τη φράση “απόρρητο της εξομολόγησης”. Δεν κατάλαβα όμως τι εννοούσε».
Ούτε εγώ κατάλαβα, γι’ αυτό δεν έδωσα σημασία στα λόγια του π. Χαράλαμπου. Λίγα λεπτά αργότερα κατάλαβα…
Μόλις μπήκα στην αίθουσα, άκουσα την Πρόεδρο να εκφωνεί το όνομά μου και έκατσα στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Ένιωσα ανακούφιση. Όλοι λυπούνται όταν κάθονται στο σκαμνί, εγώ χαιρόμουν.
Πρώτος μάρτυρας ήταν ο ένας των μηνυτών, ο αρχιγραμματέας του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, αρχιεπίσκοπος Αρίσταρχος (ο Ισίδωρος δεν προσήλθε).
Ήρθε επιτέλους η ώρα να δούμε τι απάντησε ο αρχιγραμματέας του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, που βρίσκεται εκεί επί 62 ολόκληρα χρόνια, στην πιο κρίσιμη ερώτηση που του ετέθη:
“Μπορείτε να βεβαιώσετε με το χέρι στο Ευαγγέλιο ότι πρόκειται για θαύμα;”